ἐπαλείφοντας

ἐπαλείφοντας
ἐπαλείφω
smear over
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λουστράρω — κάνω κάτι στιλπνό επαλείφοντας το με λούστρο, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrare «γυαλίζω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πασσαλείφω — και πασσαλείβω 1. επαλείφω κάτι με πρόχειρο και άτεχνο τρόπο 2. λερώνω κάτι επαλείφοντας το («πάσσαλειψες τα ρούχα σου με τη σοκολάτα») 3. αποκτώ ατελείς, επιπόλαιες γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσ αλείφω < πισσ αλοιφῶ (< πίσσα + άλοιφος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”